συμπώ
Смотреть что такое "συμπώ" в других словарях:
συμπώ — Ν βλ. συμπάω … Dictionary of Greek
συμπάω — και συμπώ Ν 1. συνδαυλίζω τη φωτιά 2. μτφ. υποβοηθώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλ. τ. που, κατά μία άποψη, αντιστοιχεί με το ρ. τσιμπάω, ενώ κατ άλλους < *συμπάζω (< συμπαγής < πήγνυμι)] … Dictionary of Greek
συνδαυλίζω — και συδαυλίζω και συνταυλίζω Ν 1. ανασκαλεύω, ανακατεύω τη φωτιά για να δυναμώσει, συμπώ 2. μτφ. (για ψυχικά πάθη) ανακινώ, αναμοχλεύω, παροξύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δαυλίζω «βάζω ξύλα στη φωτιά, ανασκαλεύω τη φωτιά»] … Dictionary of Greek